Aushalten στα ελληνικά

Μετάφραση: aushalten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποφέρω, στήριγμα, πάσχω, παθαίνω, αντέχω, εξέδρα, συμπαράσταση, βοήθεια, υποστήριγμα, ανέχομαι, γεννώ, υπομένω, στομάχι, αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει
Aushalten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ausgänge στα ελληνικά - εξόδους, έξοδοι, εκροές, αποτελέσματα, αποτελεσμάτων
  • ausgüsse στα ελληνικά - λουτρά, λουτρών, μπάνια, μπανιέρες, μπανιέρα
  • aushaltend στα ελληνικά - αντέχουν, αντέχει, αντέξουν, να αντέχει, να αντέχουν
Τυχαίες λέξεις
Aushalten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποφέρω, στήριγμα, πάσχω, παθαίνω, αντέχω, εξέδρα, συμπαράσταση, βοήθεια, υποστήριγμα, ανέχομαι, γεννώ, υπομένω, στομάχι, αντέχουν, αντέχει, αντέξει, αντέξουν, να αντέξει