Ausländisch στα ελληνικά
Μετάφραση: ausländisch, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξωτερικός, ξένος, υπερπόντιος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
Μεταφράσεις
- ausländerin στα ελληνικά - ξένος, αλλοδαπός, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένων
- ausländerinnen στα ελληνικά - αλλοδαπός, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένα, εξωγήινων
- ausläufer στα ελληνικά - κλαδί, βλαστός, υποκατάστημα, παραφυάδα, κλάδος, πυροβολώ, παρακλάδι, ...
- auslöffelnd στα ελληνικά - μετακινήσει με το κουτάλι
Τυχαίες λέξεις
Ausländisch στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξωτερικός, ξένος, υπερπόντιος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
Μεταφράσεις: εξωτερικός, ξένος, υπερπόντιος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο