Ausrichtung στα ελληνικά
Μετάφραση: ausrichtung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκατάληψη, τεκμηρίωση, δικαιολογία, αιτιολογία, προσανατολισμός, προσανατολισμό, προσανατολισμού, τον προσανατολισμό, κατεύθυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ausrichten στα ελληνικά - δικαιολογώ, εκφωνώ, παραδίδω, δικαιώνω, παράταξη, line up, γραμμή μέχρι, ...
- ausrichtend στα ελληνικά - ευθυγράμμιση, ευθυγράμμισης, την ευθυγράμμιση, ευθυγραμμίσεως, ευθυγράμμιση της
- ausrichtungsfehler στα ελληνικά - σφάλματος ευθυγράμμισης
- ausritt στα ελληνικά - ιππεύω, βόλτα, ατραξιόν, με το, διαδρομή, βόλτα με, απόσταση
Τυχαίες λέξεις
Ausrichtung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκατάληψη, τεκμηρίωση, δικαιολογία, αιτιολογία, προσανατολισμός, προσανατολισμό, προσανατολισμού, τον προσανατολισμό, κατεύθυνση
Μεταφράσεις: προκατάληψη, τεκμηρίωση, δικαιολογία, αιτιολογία, προσανατολισμός, προσανατολισμό, προσανατολισμού, τον προσανατολισμό, κατεύθυνση