Ausweichen στα ελληνικά

Μετάφραση: ausweichen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φούστα, διαλανθάνω, φράκτης, παρακάμπτω, υπεκφεύγω, πάπια, κουραφέξαλα, αερολογώ, αποφεύγω, σκύβω, διαφεύγω, ξεγλιστρώ, Dodge, αποφύγει, αποφεύγουμε, αποφύγει τα
Ausweichen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • auswechselungen στα ελληνικά - Αντικαταστάσεις, Αλλαγές, υποκαταστάσεις, Οι υποκαταστάσεις, υποκαταστάσεων
  • auswechslung στα ελληνικά - αντικατάσταση, αλλάζω, αντικαταστάτης, παραλλαγή, διακόπτης, αλλαγή, παραλλάζω, ...
  • ausweichend στα ελληνικά - αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση
  • ausweichende στα ελληνικά - αμφίλογος, υπεκφυγές, αποφυγής, αόριστες, για ακινητοποίηση
Τυχαίες λέξεις
Ausweichen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φούστα, διαλανθάνω, φράκτης, παρακάμπτω, υπεκφεύγω, πάπια, κουραφέξαλα, αερολογώ, αποφεύγω, σκύβω, διαφεύγω, ξεγλιστρώ, Dodge, αποφύγει, αποφεύγουμε, αποφύγει τα