Bö στα ελληνικά

Μετάφραση: bö, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φυσώ, καρούμπαλο, κραδασμός, κύρτωμα, χτύπημα, έκρηξη, καταιγίδα, στριγκλιά, squall, λαίλαπας, θύελλα
Bö στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bäume στα ελληνικά - δέντρα, δένδρα, δέντρων, δένδρων, τα δέντρα
  • bäumen στα ελληνικά - ανατρέφω, πισινός, δέντρα, δένδρα, δέντρων, δένδρων, τα δέντρα
  • böden στα ελληνικά - δάπεδα, πατώματα, ορόφους, δάπεδο, ορόφων
  • böen στα ελληνικά - ριπές, ριπές ανέμου, μπουρίνια, ριπές του, απότομων ρευμάτων ανέμου
Τυχαίες λέξεις
Bö στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φυσώ, καρούμπαλο, κραδασμός, κύρτωμα, χτύπημα, έκρηξη, καταιγίδα, στριγκλιά, squall, λαίλαπας, θύελλα