Böswilligkeit στα ελληνικά

Μετάφραση: böswilligkeit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοχθηρία, κακία, δόλο, κακοβουλία, κακίας
Böswilligkeit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bösewichte στα ελληνικά - κακοποιούς, κακοποιοί, κακοποιών, κακούς, εγκληματίες
  • böswillig στα ελληνικά - μοχθηρός, εμπαθής, κακόβουλος, κακόβουλα, κακόβουλη πρόθεση, με κακόβουλη πρόθεση, με κακόβουλη, ...
  • böswilligkeiten στα ελληνικά - κακεντρέχεια, κακία, μοχθηρία, για κακοβουλία, κακοβουλία
  • böttcher στα ελληνικά - βαρελάς, βαγενάς, βαρελοποιός, Cooper, χαλκό, Κούπερ
Τυχαίες λέξεις
Böswilligkeit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοχθηρία, κακία, δόλο, κακοβουλία, κακίας