Beachtlich στα ελληνικά

Μετάφραση: beachtlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιόλογος, αρκετός, πολύ, αρκετά, σημαντικά, αισθητά, σημαντική
Beachtlich στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beachtet στα ελληνικά - παρατηρούμενη, παρατηρούμενων, παρατηρούμενες, παρατηρηθείσα, παρατηρούμενο
  • beachtete στα ελληνικά - παρατήρησα, παρατηρήσει, παρατήρησε, προσέξει, που παρατηρείται
  • beachtung στα ελληνικά - συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τήρηση, τη συμμόρφωση, την τήρηση
  • beamte στα ελληνικά - υπάλληλος, αξιωματικός, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Τυχαίες λέξεις
Beachtlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιόλογος, αρκετός, πολύ, αρκετά, σημαντικά, αισθητά, σημαντική