Beaufsichtigung στα ελληνικά

Μετάφραση: beaufsichtigung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράλειψη, αβλεψία, επιτήρηση, επίβλεψη, εποπτεία, εποπτείας, έλεγχο
Beaufsichtigung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beaufsichtigt στα ελληνικά - εποπτεύονται, εποπτεύεται, υπό την εποπτεία, υπό την επίβλεψη, επιβλέπονται
  • beaufsichtigte στα ελληνικά - Εποπτευόμενοι, επίβλεψη, Με επίβλεψη, εποπτεύεται, εποπτευόμενες
  • beauftragt στα ελληνικά - ανέθεσε, ανατέθηκε, αναθέσει, ανατεθεί, που ανατέθηκε
  • beauftragte στα ελληνικά - αντιπρόσωπος, αντιπροσωπευτικός, εκπρόσωπος, αντιπροσωπευτικές, αντιπρόσωπο
Τυχαίες λέξεις
Beaufsichtigung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράλειψη, αβλεψία, επιτήρηση, επίβλεψη, εποπτεία, εποπτείας, έλεγχο