Bedürfen στα ελληνικά
Μετάφραση: bedürfen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζητώ, ρωτώ, εμπλέκω, μπλέκω, χρειάζομαι, παίρνω, ζήτηση, περιλαμβάνω, εμπλέκομαι, απαιτώ, ανάγκη, απαίτηση, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bedrückung στα ελληνικά - ύφεση, κατάθλιψη, καταπίεση, καταπίεσης, την καταπίεση, της καταπίεσης, η καταπίεση
- bedächtigkeit στα ελληνικά - σκεπτικότητα, σκεπτικότης, thoughtfulness, σοβαρότητα, τη σοβαρότητα
- bedürfnis στα ελληνικά - ζητώ, απαίτηση, αναγκαιότητα, απαιτώ, χρειάζομαι, ανάγκη, ζήτηση, ...
- bedürfnislos στα ελληνικά - λιτός, απαιτητικών, undemanding, μη απαιτητικές, ιδιαίτερες απαιτήσεις, μη απαιτητικών
Τυχαίες λέξεις
Bedürfen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζητώ, ρωτώ, εμπλέκω, μπλέκω, χρειάζομαι, παίρνω, ζήτηση, περιλαμβάνω, εμπλέκομαι, απαιτώ, ανάγκη, απαίτηση, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από
Μεταφράσεις: ζητώ, ρωτώ, εμπλέκω, μπλέκω, χρειάζομαι, παίρνω, ζήτηση, περιλαμβάνω, εμπλέκομαι, απαιτώ, ανάγκη, απαίτηση, απαιτούν, απαιτείται, απαιτήσει, απαιτεί, απαιτούν από