Beeinflussung στα ελληνικά
Μετάφραση: beeinflussung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρεμβολή, επίδραση, σύγκρουση, κρούση, ορμή, επιρροή, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beeinflussen στα ελληνικά - επηρεάζω, επενεργώ, κρούση, εργάζομαι, αγγίζω, παριστάνω, επενέργεια, ...
- beeinflussend στα ελληνικά - επηρεάζουν, που επηρεάζουν, επηρεάζει, που επηρεάζει, αφορούν
- beeinflussungen στα ελληνικά - επιρροές, επιδράσεις, επηρεάζει, επιρροών, επιδράσεων
- beeinträchtigend στα ελληνικά - επιζήμιος, επιζήμια, θίγουν, επιζήμιες, επιβλαβείς
Τυχαίες λέξεις
Beeinflussung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρεμβολή, επίδραση, σύγκρουση, κρούση, ορμή, επιρροή, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Μεταφράσεις: παρεμβολή, επίδραση, σύγκρουση, κρούση, ορμή, επιρροή, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν