Begleiten στα ελληνικά

Μετάφραση: begleiten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καβαλιέρος, ακολουθία, θίασος, ομήγυρη, ακολουθώ, παρέα, συνοδεύω, εταιρία, παρακολουθώ, παραβρίσκομαι, συνοδεύει, συνοδεύουν, συνοδεύσει, να συνοδεύει, να συνοδεύουν
Begleiten στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beglaubigungsschreiben στα ελληνικά - διαπιστευτήρια, πιστοποιήσεις, εντολής, διαπιστευτήριά, διαπιστευτηρίων
  • begleicht στα ελληνικά - εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
  • begleitend στα ελληνικά - ακόλουθος, ασυνόδευτος, ταυτόχρονη, συνακόλουθη, η ταυτόχρονη, ταυτόχρονα, την ταυτόχρονη
  • begleitende στα ελληνικά - συνοδευτικά, συνοδευτικό, συνοδευτικές, συνοδευτικών, συνοδευτική
Τυχαίες λέξεις
Begleiten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καβαλιέρος, ακολουθία, θίασος, ομήγυρη, ακολουθώ, παρέα, συνοδεύω, εταιρία, παρακολουθώ, παραβρίσκομαι, συνοδεύει, συνοδεύουν, συνοδεύσει, να συνοδεύει, να συνοδεύουν