Begreifen στα ελληνικά
Μετάφραση: begreifen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταραχή, σαρκασμός, καταλαβαίνω, φόβος, νύξη, κέντρισμα, πιάνω, σύλληψη, πυξίδα, σκάβω, συλλαμβάνω, σφίγγω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβουν, καταλάβετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- begossen στα ελληνικά - ποτίζονται, ποτίζεται, ποτίστηκαν, αποδυναμωθεί, ποτιστεί
- begraben στα ελληνικά - θάβω, θάψει, θάψουν, θάβουν, θάψουμε
- begreifend στα ελληνικά - ανήσυχος, εννοιολογική, εννοιολογικό, εννοιολογικής, εννοιολογικές, την εννοιολογική
- begreifende στα ελληνικά - Αντιλαμβανόμενοι, Σύλληψη, Η σύλληψη, συλλάβουν, Επινόηση
Τυχαίες λέξεις
Begreifen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταραχή, σαρκασμός, καταλαβαίνω, φόβος, νύξη, κέντρισμα, πιάνω, σύλληψη, πυξίδα, σκάβω, συλλαμβάνω, σφίγγω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβουν, καταλάβετε
Μεταφράσεις: ταραχή, σαρκασμός, καταλαβαίνω, φόβος, νύξη, κέντρισμα, πιάνω, σύλληψη, πυξίδα, σκάβω, συλλαμβάνω, σφίγγω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβουν, καταλάβετε