Begriff στα ελληνικά

Μετάφραση: begriff, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίληψη, έννοια, διορία, κομμάτι, ιδέα, σύλληψη, όρος, πράγμα, κατανοώ, τρίμηνο, καταλαβαίνω, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας
Begriff στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • begrenzung στα ελληνικά - φραγμός, περιστολή, περιορίζω, περιθώριο, ορισμός, συστολή, περιορισμός, ...
  • begrenzungszeichen στα ελληνικά - διαχωριστικά, οριοθέτες, οριοθετών, διαχωριστές, τα διαχωριστικά
  • begriffe στα ελληνικά - έννοιες, εννοιών, ιδέες, τις έννοιες, αντιλήψεις
  • begriffen στα ελληνικά - κατανοητή, κατανοητό, κατανοητές, κατανοηθεί, αντιληπτό
Τυχαίες λέξεις
Begriff στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίληψη, έννοια, διορία, κομμάτι, ιδέα, σύλληψη, όρος, πράγμα, κατανοώ, τρίμηνο, καταλαβαίνω, όρο, όρου, διάρκεια, διάρκειας