Beherrschung στα ελληνικά

Μετάφραση: beherrschung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έλεγχος, εξουσιάζω, μαεστρία, γνώση, κυριότητα, κυριαρχία, εκμάθηση
Beherrschung στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • beherrscht στα ελληνικά - ελεγχόμενη, ελεγχόμενες, ελεγχόμενης, ελεγχόμενο, την ελεγχόμενη
  • beherrschte στα ελληνικά - κυριαρχείται, κυριάρχησε, κυριαρχούν, κυριαρχεί, κυριαρχούνται
  • beherzt στα ελληνικά - παιχνίδι, θαρραλέος, θαρραλέα, θαρραλέες, θαρραλέο, θαρραλέοι
  • behexend στα ελληνικά - μαγευτικό, μαγευτική, μαγευτικά, μαγευτικές, μαγευτικής
Τυχαίες λέξεις
Beherrschung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έλεγχος, εξουσιάζω, μαεστρία, γνώση, κυριότητα, κυριαρχία, εκμάθηση