Behinderung στα ελληνικά
Μετάφραση: behinderung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπηρία, στένωση, παρακώλυση, ανικανότητα, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας, της αναπηρίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- behindert στα ελληνικά - ανάπηρος, ειδικές ανάγκες, αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, με αναπηρία
- behinderte στα ελληνικά - άτομο με ειδικές ανάγκες, ατόμου με αναπηρία, άτομο με αναπηρία, ατόμου με ειδικές ανάγκες, ανάπηρο άτομο
- behinderungen στα ελληνικά - αναπηρίες, αναπηρία, ειδικές ανάγκες, δυσκολίες
- behob στα ελληνικά - επιλυθεί, επιλυθούν, επιλύονται, λυθεί, επίλυση
Τυχαίες λέξεις
Behinderung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπηρία, στένωση, παρακώλυση, ανικανότητα, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας, της αναπηρίας
Μεταφράσεις: αναπηρία, στένωση, παρακώλυση, ανικανότητα, αναπηρίας, την αναπηρία, ανικανότητας, της αναπηρίας