Αναπηρία στα γερμανικά

Μετάφραση: αναπηρία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rechtsunfähigkeit, unfähigkeit, körperbehinderung, invalidität, behinderung, erwerbsunfähigkeit, Behinderung, Invalidität, Behinderungen, einer Behinderung, Behinderten
Αναπηρία στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπηρία

αναπηρία 67, αναπηρία και ανικανότητα, αναπηρία σήμερα, αναπηρία τώρα, αναπηρία εκπαίδευση και κοινωνική δικαιοσύνη, αναπηρία λεξικό γλώσσας γερμανικά, αναπηρία στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • αναπαριστώ στα γερμανικά - nachspielen, nachzuspielen, reenact, nachstellen, inszenieren
  • αναπηδώ στα γερμανικά - quell, springen, schilling, sprung, bob, feder, frühling, ...
  • αναπληρωματικός στα γερμανικά - ersatz, handelnd, stellvertretend, ersatzmann, agierend, substitut, vertretung, ...
  • αναπληρωτής στα γερμανικά - lückenfüller, attribut, beigabe, beifügung, zubehör, zusätzlich, zusatz, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναπηρία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: rechtsunfähigkeit, unfähigkeit, körperbehinderung, invalidität, behinderung, erwerbsunfähigkeit, Behinderung, Invalidität, Behinderungen, einer Behinderung, Behinderten