Beischlaf στα ελληνικά
Μετάφραση: beischlaf, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνουσία, σεξουαλική επαφή, τη σεξουαλική επαφή, σεξουαλικής επαφής, της σεξουαλικής επαφής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beirrt στα ελληνικά - συγχέει, μπερδεύει
- beiseite στα ελληνικά - πλάι, κατά μέρος, καλλιέργειας, μέρος, άκρη, αναιρέσει
- beisetzen στα ελληνικά - θάβω, θάψει, θάψουν, θάβουν, θάψουμε
Τυχαίες λέξεις
Beischlaf στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνουσία, σεξουαλική επαφή, τη σεξουαλική επαφή, σεξουαλικής επαφής, της σεξουαλικής επαφής
Μεταφράσεις: συνουσία, σεξουαλική επαφή, τη σεξουαλική επαφή, σεξουαλικής επαφής, της σεξουαλικής επαφής