Beitel στα ελληνικά
Μετάφραση: beitel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beisteuernde στα ελληνικά - συμβάλλων, ανταποδοτικού, ανταποδοτικού τύπου, ανταποδοτικού χαρακτήρα, ανταποδοτικές
- beistände στα ελληνικά - σύμβουλοι, συμβούλους, συμβούλων, τους συμβούλους, οι σύμβουλοι
- beitrag στα ελληνικά - πρέπων, μοιράζω, χωρίζω, συμβολή, μοιράζομαι, μερίδιο, κλήρος, ...
- beitragend στα ελληνικά - συμβάλλοντας, συνεισφέροντας, συμβάλλουν, συμβάλλει, συμβολή
Τυχαίες λέξεις
Beitel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο
Μεταφράσεις: σμίλη, λαξεύω, καλέμι, κοπίδι, σμίλης, σκαρπέλο