Belüftung στα ελληνικά
Μετάφραση: belüftung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αερισμός, εξαερισμού, αερισμού, εξαερισμό, αερισμό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- belästigungen στα ελληνικά - οχλήσεις, οχλήσεων, των οχλήσεων, ενοχλήσεις, τις οχλήσεις
- belüftet στα ελληνικά - αεριζόμενες, αεριζόμενους, αεριζόμενα, αερίζονται, εξαεριζόμενη
- bemannen στα ελληνικά - άνδρας, επανδρώνω, άνθρωπος, Ο άνθρωπος, Man, Μαν
- bemannend στα ελληνικά - Manning, Μάνινγκ, Επάνδρωση, επάνδρωσης, επάνδρωσης δυνάμεων
Τυχαίες λέξεις
Belüftung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αερισμός, εξαερισμού, αερισμού, εξαερισμό, αερισμό
Μεταφράσεις: αερισμός, εξαερισμού, αερισμού, εξαερισμό, αερισμό