Benötige στα ελληνικά
Μετάφραση: benötige, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρειάζομαι, απαιτώ, ανάγκη, έλλειψη, θέλω, Χρειάζεστε, Αναγκαιότητα, Ψάχνετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- benzinmotorsäge στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, πριόνι, πριονιού, είδε, αλυσοπρίονο, του πριονιού
- benzol στα ελληνικά - βενζόλιο, βενζολίου, το βενζόλιο, βενζίνη, βενζολο
- benötigen στα ελληνικά - ζήτηση, μπλέκω, χρειάζομαι, ζητώ, ανάγκη, εμπλέκω, εμπλέκομαι, ...
- benötigt στα ελληνικά - χρειάζομαι, ανάγκη, απαιτείται, απαιτούνται, που απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούμενη
Τυχαίες λέξεις
Benötige στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρειάζομαι, απαιτώ, ανάγκη, έλλειψη, θέλω, Χρειάζεστε, Αναγκαιότητα, Ψάχνετε
Μεταφράσεις: χρειάζομαι, απαιτώ, ανάγκη, έλλειψη, θέλω, Χρειάζεστε, Αναγκαιότητα, Ψάχνετε