Benutzen στα ελληνικά

Μετάφραση: benutzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιτούμαι, χρησιμοποιώ, χρήση, βάζω, εφαρμόζω, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Benutzen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • benotung στα ελληνικά - βαθμός, σημειώνω, βαθμολόγηση, σημαίνω, ταξινόμησης, διαβάθμιση, κατάταξης, ...
  • benutze στα ελληνικά - χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
  • benutzer στα ελληνικά - αναγνώστης, χρήστης, δανειζόμενος, χρήστη, του χρήστη, εγχειρίδιο, χρήσης
Τυχαίες λέξεις
Benutzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιτούμαι, χρησιμοποιώ, χρήση, βάζω, εφαρμόζω, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση