Besetzen στα ελληνικά

Μετάφραση: besetzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεμίζω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
Besetzen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • besessenheit στα ελληνικά - παρόρμηση, εξαναγκασμός, κατοχή, ιδεοληψία, έμμονη ιδέα, εμμονή, την εμμονή, ...
  • besessenheiten στα ελληνικά - εμμονές, τις εμμονές, ιδεοληψίες, έμμονες ιδέες, εμμονών
  • besetzend στα ελληνικά - καταλαμβάνοντας, καταλαμβάνουν, καταλαμβάνει, κατοχής, κατέχει
  • besetzer στα ελληνικά - κάτοχος, καταπατητής, καταλήψεων, καταληψιών, καταληψίας, καταπατητή
Τυχαίες λέξεις
Besetzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεμίζω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει