Besonnenheit στα ελληνικά

Μετάφραση: besonnenheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωφροσύνη, νηφαλιότητα
Besonnenheit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • besonders στα ελληνικά - ειδικά, αρκετοί, ιδίως, αρκετές, ιδιαίτερα, ιδιαιτέρως, ειδικότερα, ...
  • besonnen στα ελληνικά - γνωστικός, ισορροπημένος, νηφάλια, συνετός, και με ρεαλισμό
  • besorgen στα ελληνικά - ασφαλίζω, ασφαλής, εδραιώνω, διασφαλίζω, πάρει, πάρετε, να πάρει, ...
  • besorgnis στα ελληνικά - ταραχή, φόβος, προβληματισμός, ανησυχία, ενδιαφέρον, σύλληψη, αφορούν, ...
Τυχαίες λέξεις
Besonnenheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωφροσύνη, νηφαλιότητα