Bestätigen στα ελληνικά
Μετάφραση: bestätigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποστηρίζω, κυρώνω, βοήθεια, συντηρώ, στήριγμα, βεβαιώνω, επικυρώνω, διαβεβαιώνω, συμπαράσταση, υποστήριγμα, κρατώ, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestärkt στα ελληνικά - ενθάρρυναν, ενθάρρυνε, ενθαρρύνονται, ενθαρρύνεται, ενθαρρυνθεί
- bestärkte στα ελληνικά - επιβεβαίωσε, επιβεβαιωθεί, επιβεβαιώθηκε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν
- bestätigend στα ελληνικά - καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση
- bestätigende στα ελληνικά - επιβεβαιωτική, επιβεβαιωτικής, επιβεβαίωσης, επιβεβαιωτικές, επιβεβαιωτικών
Τυχαίες λέξεις
Bestätigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποστηρίζω, κυρώνω, βοήθεια, συντηρώ, στήριγμα, βεβαιώνω, επικυρώνω, διαβεβαιώνω, συμπαράσταση, υποστήριγμα, κρατώ, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε
Μεταφράσεις: υποστηρίζω, κυρώνω, βοήθεια, συντηρώ, στήριγμα, βεβαιώνω, επικυρώνω, διαβεβαιώνω, συμπαράσταση, υποστήριγμα, κρατώ, επιβεβαιώνω, επιβεβαιώσετε, επιβεβαιώσει, επιβεβαιώνουν, επιβεβαιώστε