Betriebssicherheit στα ελληνικά
Μετάφραση: betriebssicherheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταθερότητα, αξιοπιστία, επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betriebsmittel στα ελληνικά - πόροι, πόρων, πόρους, τους πόρους, μέσα
- betriebssicher στα ελληνικά - αξιόπιστος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
- betriebsstörung στα ελληνικά - ρήξη, επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά
- betriebssystemkern στα ελληνικά - ψίχα, πυρήνας, πυρήνα του λειτουργικού συστήματος, πυρήνας του λειτουργικού συστήματος
Τυχαίες λέξεις
Betriebssicherheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταθερότητα, αξιοπιστία, επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά
Μεταφράσεις: σταθερότητα, αξιοπιστία, επιχειρησιακή, λειτουργική, επιχειρησιακών, επιχειρησιακό, επιχειρησιακά