Bewirtschaften στα ελληνικά

Μετάφραση: bewirtschaften, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγρόκτημα, καλλιέργεια, γεωργία, γεωργίας, καλλιέργειας, εκτροφής
Bewirtschaften στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bewirkte στα ελληνικά - προκαλείται, προκαλούνται, που προκαλείται, που προκαλούνται, προκάλεσε
  • bewirten στα ελληνικά - φιλοξενώ, οικοδεσπότης, ψυχαγωγήσει, διασκεδάσει, να ψυχαγωγήσει, να διασκεδάσει, διασκεδάσουν
  • bewirtschaftet στα ελληνικά - Διαχείριση, διαχειρίζεται, η διαχείριση, κατάφερε, διαχείρισης
  • bewirtschaftete στα ελληνικά - Διαχείριση, διαχειρίζεται, η διαχείριση, κατάφερε, διαχείρισης
Τυχαίες λέξεις
Bewirtschaften στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγρόκτημα, καλλιέργεια, γεωργία, γεωργίας, καλλιέργειας, εκτροφής