Λέξη: κερνώ
Συνώνυμα: κερνώ
τρατάρω, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, διαπραγματεύομαι, περιποιούμαι
Μεταφράσεις: κερνώ
κερνώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
treat, kerno
κερνώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
procesar, curar, tratar, KERNO
κερνώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
vergnügen, verarbeiten, abhandeln, behandeln, leckerbissen, heilen, bearbeiten, Kerno
κερνώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
traitons, traiter, disserter, festoyer, négocier, régal, régaler, friandise, héberger, traitez, guérir, soigner, discuter, traitent, Kerno
κερνώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
trattare, curare, Kerno
κερνώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curar, guloseima, deleite, acepipe, riqueza, medicar, tratar, tesouro, agenciar, parlamentar, kerno
κερνώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onderhandelen, versnapering, behandelen, snoepgoed, Kerno
κερνώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
угощать, лакомство, лечить, возделывать, промасливать, разделать, полечить, протравливать, угощение, облучить, удовольствие, трактовать, протравить, третировать, потчевать, разделывать, kerno
κερνώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
behandle, kerno
κερνώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
känslighet, behandla, kerno
κερνώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hoitaa, parantaa, kustantaa, pidellä, kohdella, herkku, kestitä, kertoa, kerno
κερνώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
behandle, kerno
κερνώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vyjednávat, ošetřovat, požitek, hostit, ošetřit, pochoutka, častovat, jednat, pojednávat, léčit, zacházet, zpracovávat, kerno
κερνώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gościć, kurować, uważać, przyjmować, traktować, leczyć, uczta, rozpatrywać, oczyszczać, fundować, rozprawiać, negocjować, pogróżka, częstować, zafundować, umawiać, kerno
κερνώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kerno
κερνώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kerno
κερνώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ставитися, лікувати, опрацьовувати, kerno
κερνώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mjekoj, gostis, përpunoj, kerno
κερνώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
kerno
κερνώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
kerno
κερνώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kostitama, kohtlema, kerno
κερνώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
tretirati, raspravljati, obrađivati, određivati, kerno
κερνώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kerno
κερνώ στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
tracto
κερνώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gydyti, Kerno Su šiuo asmeniu
κερνώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ārstēt, apstrādāt, sagatavot, kerno
κερνώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
kerno
κερνώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trata, kerno
κερνώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kerno
κερνώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Kern, KERNA, Kerne