Borgen στα ελληνικά
Μετάφραση: borgen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δανείζω, δάνειο, δανεισμός, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις
- bordsteinschwalbe στα ελληνικά - κράσπεδο, συγκράτηση, πεζοδρόμιο, κρασπέδου, συγκρατήσεων
- bordüre στα ελληνικά - ρέλι, μεθόριος, σύνορο, σύνορα, συνόρων, των συνόρων, συνοριακών
- borke στα ελληνικά - φλοιός, φλοιό, φλοιού, του φλοιού, το φλοιό
- borniert στα ελληνικά - χαζός, στενόμυαλος, στενόμυαλη, στενόμυαλο, στενόμυαλοι, στενόμυαλες
Τυχαίες λέξεις
Borgen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δανείζω, δάνειο, δανεισμός, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις: δανείζω, δάνειο, δανεισμός, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε