Demoralisation στα ελληνικά
Μετάφραση: demoralisation, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκλυση, αποθάρρυνση, η αποθάρρυνση, την αποθάρρυνση, αποθάρρυνσης, εξαχρείωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- demontiert στα ελληνικά - αποσυναρμολογηθεί, αποσυναρμολογημένα, αποσυναρμολογηθούν, αποσυναρμολογούνται, διαλυθούν
- demontierte στα ελληνικά - αποσυναρμολογηθεί, αποσυναρμολογημένα, αποσυναρμολογηθούν, αποσυναρμολογούνται, διαλυθούν
- demoralisieren στα ελληνικά - τρόμος, κατατρομάζω, μελαγχολώ, ανησυχία, αποθαρρύνω, εξαχρειώνω, σπάω το ηθικό, ...
- demoralisierend στα ελληνικά - αποθαρρυντική, demoralizing, διαφθείροντας, αποθαρρύνει, αποκαρδιωτική
Τυχαίες λέξεις
Demoralisation στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκλυση, αποθάρρυνση, η αποθάρρυνση, την αποθάρρυνση, αποθάρρυνσης, εξαχρείωση
Μεταφράσεις: έκλυση, αποθάρρυνση, η αποθάρρυνση, την αποθάρρυνση, αποθάρρυνσης, εξαχρείωση