Eichel στα ελληνικά

Μετάφραση: eichel, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βελανίδι, Acorn, βελανιδιών, βελανιδιού, βαλανοειδής
Eichel στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ballaststoff στα ελληνικά - ίνα, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες
  • belegend στα ελληνικά - καταλαμβάνοντας, καταλαμβάνουν, καταλαμβάνει, κατοχής, κατέχει
  • besetzen στα ελληνικά - γεμίζω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
  • betreuungsperson στα ελληνικά - φροντίδα, ενδιαφέρονται, τη φροντίδα, νοιάζονται, νοιάζει
Τυχαίες λέξεις
Eichel στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βελανίδι, Acorn, βελανιδιών, βελανιδιού, βαλανοειδής