Eilen στα ελληνικά
Μετάφραση: eilen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιασύνη, σπεύδω, τρέχω, βιάζομαι, ορμή, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anhaltepunkt στα ελληνικά - του σημείου, σημείο, του στοιχείου, της παραγράφου, στο σημείο
- ausdünstung στα ελληνικά - εξάτμιση, εξάτμισης, εξατμίσεως, την εξάτμιση, η εξάτμιση
- beschießung στα ελληνικά - συστοιχία, βομβαρδισμός, μπαταρία, βομβαρδισμό, βομβαρδισμού, τον βομβαρδισμό, βομβαρδισμούς
- dick στα ελληνικά - λίπος, αισχρός, ακαθάριστος, χοντρός, θολός, πυκνός, χόνδρος, ...
Τυχαίες λέξεις
Eilen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιασύνη, σπεύδω, τρέχω, βιάζομαι, ορμή, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
Μεταφράσεις: βιασύνη, σπεύδω, τρέχω, βιάζομαι, ορμή, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής