Ein στα ελληνικά

Μετάφραση: ein, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οτιδήποτε, ένας, ένα, μία, μια, η
Ein στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abholung στα ελληνικά - συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
  • annullierend στα ελληνικά - ακύρωση, ακυρώνοντας, την ακύρωση, ακύρωσης, ακυρώνει
  • aufwärmen στα ελληνικά - ζεστός, ζεσταίνω, ζεσταθεί, να ζεσταθεί, θερμανθούν, τη θέρμανση
  • austauschbarkeit στα ελληνικά - ανταλλαξιμότητα, ανταλλαξιμότητας, συναλλαγματική ισοτιμία, εναλλαξιμότητα, διατίθεται συναλλαγματική ισοτιμία
Τυχαίες λέξεις
Ein στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οτιδήποτε, ένας, ένα, μία, μια, η