Eindringen στα ελληνικά
Μετάφραση: eindringen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράβαση, διείσδυση, διαπερνώ, έγχυμα, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betroffenheit στα ελληνικά - κραδασμός, σοκ, κρούση, κατάπληξη, ταραχή, κατάπληξή, του αγανάκτηση για, ...
- bewegt στα ελληνικά - μετακινηθεί, μετακόμισε, μετακινούνται, κινείται, κινήθηκε
- dezernat στα ελληνικά - τμήμα, υπηρεσία, Τμήματος, Υπουργείο, Τομέας
- doppelkinn στα ελληνικά - διπλοσάγονο, διπλό πηγούνι, το διπλοσάγονο, προγούλι, διπλοσάγονου
Τυχαίες λέξεις
Eindringen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράβαση, διείσδυση, διαπερνώ, έγχυμα, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν
Μεταφράσεις: παράβαση, διείσδυση, διαπερνώ, έγχυμα, διεισδύουν, διεισδύσουν, διεισδύσει, διαπεράσει, διαπερνούν