Eindringling στα ελληνικά

Μετάφραση: eindringling, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισβολέας, παρείσακτος, εισβολέα, εισβολή, παρείσακτο
Eindringling στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • angestanden στα ελληνικά - στην ουρά, σε ουρά, βρίσκονται σε σειρά αναμονής, σε σειρά αναμονής, ουρά αναμονής
  • blattbildungen στα ελληνικά - σχηματισμούς, σχηματισμών, σχηματισμοί, συνθέσεις, συνθέσεων
  • bögen στα ελληνικά - καμάρες, αψίδες, τόξα, τόξων, θόλους
  • dienstleistung στα ελληνικά - ρουσφέτι, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσία, παρουσία, υπηρεσίας, εξυπηρέτησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Eindringling στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισβολέας, παρείσακτος, εισβολέα, εισβολή, παρείσακτο