Einfallen στα ελληνικά

Μετάφραση: einfallen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταλαμβάνω, εισβάλλω, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί
Einfallen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abspiegeln στα ελληνικά - αντανακλώ, αντικατοπτρίζω
  • beigaben στα ελληνικά - προσθήκες, προσθηκών, συμπληρώσεις, τις προσθήκες, προσθήκη
  • chirurgie στα ελληνικά - ιατρείο, χειρουργική, χειρουργείο, χειρουργική επέμβαση, επέμβαση, εγχείρηση
  • chirurgisch στα ελληνικά - χειρουργικός, χειρουργική, χειρουργικές, χειρουργικών, χειρουργικής
Τυχαίες λέξεις
Einfallen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταλαμβάνω, εισβάλλω, εμφανιστούν, συμβαίνουν, συμβεί, συμβούν, να συμβεί