Λέξη: μαλλιαρός

Σχετικές λέξεις: μαλλιαρός

μαλλιαρός μόρια, φραγκίσκος μαλλιαρός, μαλλιαρόσ καρδιολόγοσ μυτιλήνη, μαλλιαρός γιάννης, δημήτρης μαλλιαρός, μαλλιαρόσ νίκοσ, χρήστος μαλλιαρός

Συνώνυμα: μαλλιαρός

τριχωτός, τριχώδης, δασύτριχος, δασύς, τραχύμαλλος, μάλλινος

Μεταφράσεις: μαλλιαρός

μαλλιαρός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
woolly, hairy, shaggy, fleecy, haired

μαλλιαρός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
peludo, velludo, lanoso, hirsuto, lanudo, woolly, lana, de lana

μαλλιαρός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
haarig, behaart, wollig, woolly, wolligen, Woll, wollige

μαλλιαρός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cotonneux, laineux, velu, villeux, poilu, hirsute, chevelu, woolly, laineuse, lanigère, crépus

μαλλιαρός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
villoso, capelluto, peloso, lanoso, lanosi, lana, di lana, lanosa

μαλλιαρός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
peludo, piloso, lanoso, woolly, lã, de lã

μαλλιαρός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ruigharig, harig, ruig, wollig, wollige, wolharige, wollen, zweverig

μαλλιαρός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ворсистый, мохнатый, волосатый, волосистый, шерстистый, шерстистого, шерстистая, пушистый, шерстистые

μαλλιαρός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lodden, håret, hårete, woolly, ullen, ull, lodne, ullent

μαλλιαρός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ulligt, ullig, ulliga, luddiga, luddigt

μαλλιαρός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
karvainen, epämääräinen, villava, epämääräisiin, woolly, villavaa

μαλλιαρός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uldne, ulden, uldagtig, uldent, blakket

μαλλιαρός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chlupatý, huňatý, srstnatý, ochlupený, vlněný, vlasatý, kosmatý, ježatý, vlněná, woolly, jako vlna, vlnovitá

μαλλιαρός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wełnisty, mętny, włosisty, kosmaty, kędzierzawy, włochaty, kudłaty, nieprecyzyjny, woolly, zwełniony

μαλλιαρός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajas, gyapjas, a gyapjas, ködös

μαλλιαρός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yünlü, woolly, tüylü, kıvır kıvır, kıvırcık

μαλλιαρός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шерстяний, ворсистий, волосатий, волосистий, шерстистий, волохатий, шерстистого, шерстістий

μαλλιαρός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i leshtë, leshtë, e leshtë, të leshtë, puplore

μαλλιαρός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вълнест, вълнист, вълнено изглеждаща, вълнест мъх, като вълна

μαλλιαρός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шарсцісты

μαλλιαρός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
villane, hirmuäratav, karvane, villataoline, villav, villase, ähmane

μαλλιαρός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dlakav, sviter, vunast, ućebana, vunasta

μαλλιαρός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sjaldgæf

μαλλιαρός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pilosus

μαλλιαρός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plaukuotas, vilnonis, gauruotas, miglotas, suvelta kaip vilna, neaiškus

μαλλιαρός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
neskaidrs, vilnains, pūkains, pūkaina, pūkainā

μαλλιαρός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бран, волнени, волнената, како бран, нејасно

μαλλιαρός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
păros, lânos, lanos, lânoasă, woolly

μαλλιαρός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
volnata, volnasta

μαλλιαρός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vlnený, vlasatý, vlnená
Τυχαίες λέξεις