Eingebildetheit στα ελληνικά

Μετάφραση: eingebildetheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ματαιότητα, αλαζονεία, έπαρση, φιλαυτία, ματαιοδοξία, κενοδοξία, φανταστικό, φανταστικού, φανταστικά, νοητή, φαντασιακό
Eingebildetheit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abgewählte στα ελληνικά - μη επιλεγμένο, μη επιλεγμένων, μη επιλεγμένα, μη επιλεγμένους, μη επιλεγμένες
  • altersteilzeit στα ελληνικά - μερική, μερικής, μερικό, τμηματική, επιμέρους
  • bogensprung στα ελληνικά - τόξο, τόξου, του τόξου, με τόξο, βολταϊκού τόξου
  • despotisch στα ελληνικά - δεσποτικός, αυταρχικός, δεσποτική, δεσποτικό, δεσποτικές
Τυχαίες λέξεις
Eingebildetheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ματαιότητα, αλαζονεία, έπαρση, φιλαυτία, ματαιοδοξία, κενοδοξία, φανταστικό, φανταστικού, φανταστικά, νοητή, φαντασιακό