Eingehend στα ελληνικά

Μετάφραση: eingehend, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διεξοδικός, εκτεταμένος, λεπτομερής, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, αναλυτικές
Eingehend στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abreibung στα ελληνικά - φθορά, τριβή, απόξεση, αμυχή, μασάζ, τρίψιμο
  • angeberei στα ελληνικά - κομπασμός, τον κομπασμό, κομπασμό, κομπορρημοσύνη που
  • bereitstellung στα ελληνικά - μέριμνα, προμήθεια, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, παροχής
  • charaktereigenschaft στα ελληνικά - ιδιοκτησία, ιδιοκτησίας, ακίνητο, ακινήτων, ακινήτου
Τυχαίες λέξεις
Eingehend στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διεξοδικός, εκτεταμένος, λεπτομερής, λεπτομερείς, λεπτομερή, λεπτομερών, αναλυτικές