Eingreifen στα ελληνικά
Μετάφραση: eingreifen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abfalltonne στα ελληνικά - σκουπιδοτενεκές, κάδος απορριμάτων
- antritt στα ελληνικά - απόκτημα, προσχώρηση, άνοδος, ένταξη, έναρξη, έναρξης, την έναρξη, ...
- deformiert στα ελληνικά - παραμορφωμένος, παραμορφωμένη, παραμορφωμένα, παραμορφωθεί, παραμορφωμένο
Τυχαίες λέξεις
Eingreifen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν
Μεταφράσεις: διαπλοκή, μεσολάβηση, παρέμβει, παρεμβαίνει, παρεμβαίνουν, να παρέμβει, παρέμβουν