Einkommensquelle στα ελληνικά
Μετάφραση: einkommensquelle, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισόδημα, έσοδο, πηγή εισοδήματος, πηγή εσόδων, πηγής εισοδήματος, πηγή εισοδημάτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bereisend στα ελληνικά - Touring, Περιήγηση, Περιηγήσεων, περιοδείες, Τουρισμού
- beschuldigt στα ελληνικά - κατηγορούμενος, κατηγορείται, κατηγόρησε, κατηγορούνται, κατηγορηθεί
- detail στα ελληνικά - στίγμα, κομμάτι, δείχνω, αιχμή, επισημαίνω, λεπτομέρεια, πράγμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Einkommensquelle στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισόδημα, έσοδο, πηγή εισοδήματος, πηγή εσόδων, πηγής εισοδήματος, πηγή εισοδημάτων
Μεταφράσεις: εισόδημα, έσοδο, πηγή εισοδήματος, πηγή εσόδων, πηγής εισοδήματος, πηγή εισοδημάτων