Einmütig στα ελληνικά
Μετάφραση: einmütig, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ομόφωνα, ομόφωνος, παμψηφεί, ομοφωνία, ομοφώνως, με ομοφωνία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angeschnitten στα ελληνικά - κομμένο σε φέτες, κομμένα σε φέτες, φέτες, σε φέτες, κομμένη
- banalitäten στα ελληνικά - κοινοτοπιών, κοινοτοπίες, κοινοτυπίες
- begattet στα ελληνικά - συνευρισκόταν
- bieten στα ελληνικά - προνοώ, προσπάθεια, προσφέρω, χορήγηση, παρέχω, επιπλώνω, παροχή, ...
Τυχαίες λέξεις
Einmütig στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ομόφωνα, ομόφωνος, παμψηφεί, ομοφωνία, ομοφώνως, με ομοφωνία
Μεταφράσεις: ομόφωνα, ομόφωνος, παμψηφεί, ομοφωνία, ομοφώνως, με ομοφωνία