Ομόφωνα στα γερμανικά
Μετάφραση: ομόφωνα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einmütig, ablehnend, einstimmige, einstimmig, einstimmig an, einhellig, übereinstimmend
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομόφωνα
ομόφωνα english, ομόφωνα συνώνυμο, ομόφωνα λεξικό γλώσσας γερμανικά, ομόφωνα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ομόνοια στα γερμανικά - zustimmen, übereinstimmen, übereinstimmung, Eintracht, concord, der Eintracht, Kongruenz
- ομότιμος στα γερμανικά - peer, seinesgleichen, gleichrangige, gleichrangiger, Peer, gleichen, blicken
- ομόφωνος στα γερμανικά - einhellig, einmütig, ablehnung, einstimmig, einstimmigen, einstimmige
- ονειδίζω στα γερμανικά - Trottel, Depp, twit, Schwachkopf, Idiot
Τυχαίες λέξεις
Ομόφωνα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: einmütig, ablehnend, einstimmige, einstimmig, einstimmig an, einhellig, übereinstimmend
Μεταφράσεις: einmütig, ablehnend, einstimmige, einstimmig, einstimmig an, einhellig, übereinstimmend