Einnahme στα ελληνικά
Μετάφραση: einnahme, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμαλωσία, λήψη, χοντρός, ακαθάριστος, πρόστυχος, απολαβή, έσοδο, αιχμαλωτίζω, εισόδημα, αισχρός, σπασμός, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absicht στα ελληνικά - πρόθεση, σκοπεύω, ροπή, τάση, σκοπός, βλέψη, προαίρεση, ...
- bakterie στα ελληνικά - βακτηρίδια, βακτήριο, βακτηρίδιο, βακτηρίου, βακτηριδίου, το βακτήριο
- bitte στα ελληνικά - υπεράσπιση, παρακαλώ, έφεση, ικεσία, τραβώ, ευχαριστώ, έκκληση, ...
- dosierungen στα ελληνικά - δόσεις, δοσολογίες, δόσεων, δοσολογιών, δοσολογία
Τυχαίες λέξεις
Einnahme στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμαλωσία, λήψη, χοντρός, ακαθάριστος, πρόστυχος, απολαβή, έσοδο, αιχμαλωτίζω, εισόδημα, αισχρός, σπασμός, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει
Μεταφράσεις: αιχμαλωσία, λήψη, χοντρός, ακαθάριστος, πρόστυχος, απολαβή, έσοδο, αιχμαλωτίζω, εισόδημα, αισχρός, σπασμός, λαμβάνοντας, λαμβανομένων, τη λήψη, λαμβάνει