Einsetzen στα ελληνικά
Μετάφραση: einsetzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εισάγω, εγκαθιδρύω, μπαίνω, ενοικιάζομαι, εγκαθιστώ, τοποθετώ, συστήνω, βάζω, εισέρχομαι, αφήνω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archipel στα ελληνικά - αρχιπέλαγος, αρχιπελάγους, αρχιπέλαγος των, αρχιπελάγους των, αρχιπέλαγος της
- aufkohlen στα ελληνικά - carburized, ενανθρακωθεί, ενανθράκωση, ανθρακώνεται, ανθρακώνεται στη
- begehrt στα ελληνικά - περιζήτητη, περιζήτητο, περιζήτητων, περιζήτητα
- bespritzt στα ελληνικά - πιτσιλίσει, splattered, πιτσιλίσει σε, πιτσιλιστεί, πιτσιλίσει το
Τυχαίες λέξεις
Einsetzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εισάγω, εγκαθιδρύω, μπαίνω, ενοικιάζομαι, εγκαθιστώ, τοποθετώ, συστήνω, βάζω, εισέρχομαι, αφήνω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Μεταφράσεις: εισάγω, εγκαθιδρύω, μπαίνω, ενοικιάζομαι, εγκαθιστώ, τοποθετώ, συστήνω, βάζω, εισέρχομαι, αφήνω, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση