Einwohner στα ελληνικά

Μετάφραση: einwohner, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κάτοικος, μόνιμος, πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό
Einwohner στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abschiedsschmerz στα ελληνικά - αποσπώ, στραμπουλίζω, αποχαιρετιστήριο, αποχαιρετιστήρια, αντίο, αποχαιρετισμού, αποχαιρετισμό
  • antihypertonikum στα ελληνικά - αντιυπερτασική, αντιυπερτασικά, αντιυπερτασικών, αντιυπερτασικό, αντιυπερτασικής
  • dampfer στα ελληνικά - ατμόπλοιο, steamer, ατμοποιητή, ατμού, εξάρτημα ατμού
Τυχαίες λέξεις
Einwohner στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κάτοικος, μόνιμος, πληθυσμός, πληθυσμού, πληθυσμό, του πληθυσμού, τον πληθυσμό