Empfunden στα ελληνικά
Μετάφραση: empfunden, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αισθανόμουν, ένιωθα, τσόχα, αντιληπτή, αντιληπτό, αντίληψη, θεωρείται, θεωρούνται
Μεταφράσεις
- attest στα ελληνικά - μαρτυρία, πιστοποιητικό, κατάθεση, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
- bewässert στα ελληνικά - αρδευόμενες, αρδευόμενη, αρδευόμενων, αρδευόμενης, αρδευομένων
- biegsamste στα ελληνικά - πιο, πλέον, περισσότερες, περισσότερα, τα περισσότερα
- drittschuldner στα ελληνικά - τρίτο, τρίτη, τρίτες, τρίτων, τρίτης
Τυχαίες λέξεις
Empfunden στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αισθανόμουν, ένιωθα, τσόχα, αντιληπτή, αντιληπτό, αντίληψη, θεωρείται, θεωρούνται
Μεταφράσεις: αισθανόμουν, ένιωθα, τσόχα, αντιληπτή, αντιληπτό, αντίληψη, θεωρείται, θεωρούνται