Erarbeitung στα ελληνικά
Μετάφραση: erarbeitung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξέλιξη, ανάπτυξη, Ανάπτυξης, Αξιοποίησης, Ανάπτυξης της
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- anregungen στα ελληνικά - προτάσεις, υποδείξεις, τις προτάσεις, προτάσεων, εισηγήσεις
- aufgabenabhängig στα ελληνικά - ανάλογα με την εργασία, Στη βιβλιογραφία των, εξαρτάται από το καθήκον
- beeinträchtigung στα ελληνικά - παρεμβολή, μπελάς, εξασθένηση, βλάβη, δυσλειτουργία, απομείωσης, ανεπάρκεια, ...
- beschwerden στα ελληνικά - ταλαιπωρία, δυσφορία, ενόχληση, δυσφορίας, ενοχλήσεις
Τυχαίες λέξεις
Erarbeitung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξέλιξη, ανάπτυξη, Ανάπτυξης, Αξιοποίησης, Ανάπτυξης της
Μεταφράσεις: εξέλιξη, ανάπτυξη, Ανάπτυξης, Αξιοποίησης, Ανάπτυξης της