Erdöl στα ελληνικά
Μετάφραση: erdöl, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωμός, χονδροειδής, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Μεταφράσεις
- abblättern στα ελληνικά - φλούδα, φλοιό, φλούδες, φλοιού, φλούδας
- balancierend στα ελληνικά - Εξισορρόπηση, Εξισορρόπησης, Η εξισορρόπηση, Ζυγοστάθμιση, Ζυγοσταθμιστικές
- bereist στα ελληνικά - ταξίδεψε, ταξιδέψει, ταξίδεψαν, διανύσει, ταξίδευαν
- blutbäder στα ελληνικά - λουτρά, λουτρών, μπάνια, μπανιέρες, μπανιέρα
Τυχαίες λέξεις
Erdöl στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωμός, χονδροειδής, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου
Μεταφράσεις: ωμός, χονδροειδής, ακατέργαστος, λάδι, πετρέλαιο, έλαιο, πετρελαίου, ελαίου