Eremit στα ελληνικά

Μετάφραση: eremit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ασυντρόφευτος, ερημίτης, ασκητής, μοναχικός, απόκοσμος, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή
Eremit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abdomen στα ελληνικά - κοιλιά, στομάχι, κοιλιακή χώρα, κοιλιάς, κοιλία, στην κοιλιά
  • akustische στα ελληνικά - ακουστικός, ακουστική, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικά
  • anhaltspunkte στα ελληνικά - ενδείξεις, στοιχεία, ενδείξεων, ενδείξεις για, τις ενδείξεις
  • brautaussteuern στα ελληνικά - νυφικό, Νυφική, νυφικά, το νυφικό, νυφικές
Τυχαίες λέξεις
Eremit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ασυντρόφευτος, ερημίτης, ασκητής, μοναχικός, απόκοσμος, ερημίτη, ερημιτών, ασκητή