Ερημίτης στα γερμανικά

Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einsiedler, eremit, Einsiedler, Eremit, Eremiten, Einsiedlers
Ερημίτης στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερημίτης

ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας γερμανικά, ερημίτης στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • ερευνητής στα γερμανικά - wissenschaftler, rechercheur, forscher, Forscher, Wissenschaftler, Forscherin, Forschers
  • ερευνώ στα γερμανικά - untersuchen, abtastung, abtasten, erforschen, überfliegen, zu untersuchen, untersucht
  • ερημικός στα γερμανικά - abgesondert, zurückgezogen, abgeschlossen, Einsiedler, recluse, Mönch, Einsiedlerin, ...
  • ερημώνω στα γερμανικά - verwüsten, entvölkern, Bevölkerungsrückgang, zu entvölkern, depopulate, Entvölkerung
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: einsiedler, eremit, Einsiedler, Eremit, Eremiten, Einsiedlers